- κουρούπι
- το1. είδος πήλινου δοχείου, στο οποίο συνήθως φυλάσσονται στερεά προϊόντα2. υπόλειμμα σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη βάση και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν νερό οι κότες3. παροιμ. «το κακό κουρούπι δεν τσακίζεται» — κανένα κακό δεν χάνεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κορούπιον (με αφομοίωση) > *κορύπιον (υποκορ. τού *κορύπη), με τροπή τού -υ- σε -ου- (πρβλ. τουλούπα < τολύπη)].
Dictionary of Greek. 2013.